- Συβαρίτας
- Συβαρί̱τᾱς , Συβαρίτηςmasc acc plΣυβαρί̱τᾱς , Συβαρίτηςmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεπιλαμβάνω — Α [ἐπιλαμβάνω] 1. περιλαμβάνω, δένω κάτι με κάτι άλλο («προσεπιλαμβάνω ταινίῃ τὸν βραχίονα περὶ τὶ στῆθος περιδέοντα», Ιπποκρ.) 2. λαμβάνω, απαιτώ κάτι περισσότερο 3. καταλαμβάνω επί πλέον («ἀπὸ δὲ τῶν δύσεων λίμνῃ προσεπιλαμβανούσῃ καὶ τοῡ πρὸς… … Dictionary of Greek